Εικόνες από το μέλλον…


Ο Θανάσης βγήκε στο παράθυρο και φώναξε στον κηπουρό: “Γιάννη ετοίμασε το αμάξι”. Πήρε τον χαρτοφύλακα, κατέβηκε τη σκάλα και από το υπόγειο μπήκε στο γκαράζ. Με το φως που έμπαινε από τον τεράστιο θόλο θαύμασε την απαστράπτουσα , γκρίζα Porsche, ένα υπέροχο μπορντώ Lexus της γυναίκας τους τη Τάνιας και την μαύρη, καθημερινή του Mercedes. “Κρίμα” είπε. Ο Γιάννης τα κρατούσε πεντακάθαρα και γυαλιστερά. ‘Ανοιξε την πόρτα της μαύρης καλονής και χάϊδεψε το απαλό δέρμα του καθίσματος. “Κρίμα” ξαναμουρμούρισε! Άνοιξε το πορτάκι του γκαράζ και βγήκε στον κήπο. Το αμάξι τον περίμενε. Ανέβηκε στο ειδικά διαμορφωμένο κουβούκλιο που τον προστάτευε από τα καιρικά φαινόμενα. Ασυναίσθητα έψαξε για τον λεβιέ. Δεν τον βρήκε αλλά βρήκε δύο λουριά που του είπαν ότι λέγονται γκέμια και μιά ξύλινη βέργα που κατέληγε σε ένα μαστίγιο. Το είχε δει, παλιότερα, στην τηλεόραση και πώς το χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν ένοιωθε άνετα με αυτό το εξάρτημα οδήγησης του αμαξιού. Τα δύο λευκά άλογα φαίνονταν ανυπόμονα να χυθούν στο δρόμο. Ένα ελαφρύ τράβηγμα στα γκέμια ήταν αρκετό για να ξεκινήσουν. Στην μεγάλη ξύλινη πόρτα με το στέγαστρο από κεραμίδια τον περίμενε ο Αλέκος, ο θυρωρός. Τράβηξε τον σύρτη και άνοιξε τη τετράφυλη πόρτα. “Κυρ-Θανάση καλό δρόμο” του είπε ο Αλέκος κι ο Θανάσης βγήκε στο δρομάκι που οδηγούσε στον κεντρικό. Είχε πολλές λακούβες που, ευτυχώς, ήταν γεμισμένες με χώμα και χαλίκια, αλλιώς οι ρόδες του αμαξιού, και μαζί κι η μέση του Θανάση, θα περνούσαν αφάνταστη ταλαιπωρία! Τα άλογα είχαν μάθει τη διαδρομή και πήγαιναν μόνα τους. Ο Θανάσης κρατούσε τα γκέμια αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά. Στην είσοδο της Αττικής οδού τα άλογα σταμάτησαν μπρος στην μπάρα. Ο Θανάσης άνοιξε το παραθυράκι κι έδωσε τα διόδια στο όμορφο κορίτσι. “Καλημέρα κύριε Θανάση”. “Καλημέρα γλυκειά Βιολέτα. Να στο πω πάλι ότι μου αρέσεις πολύ;” Η Βιολέτα άνοιξε τη μπάρα και τα άλογα κινήθηκαν μόνα τους ενώ ο Θανάσης προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. “Αφού είστε παντρεμένος, κύριε Θανάση, τι θέλετε από μένα;” Τα άλογα χύθηκαν εμπρός, παρά τις προσπάθειες του Θανάση να τα συγκρατήσει, κι έτσι δεν πρόλαβε να πει στη Βιολέτα τι ήθελε απο κείνη…

Η Αττική Οδός ήταν γεμάτη από αμάξια αλλά και άλογα με καβαλάρηδες, σκέτα, χωρίς άμαξα. ‘Οριο ταχύτητας δεν υπήρχε και η τροχαία, απομεινάρι άλλης, όχι και τόσο μακρυνής εποχής, δεν είχε και πολλές δουλειές να κάνει. Αραγμένοι στ’ αμάξια τους, στην ΛΕΑ (Λωρίδα ‘Εκτακτης Ανάγκης), διάβαζαν την εφημερίδα τους και άκουγαν ραδιόφωνο από μικρά τρανζιστοράκια που λειτουργούσαν με μπαταρίες. Ο δρόμος ήταν γεμάτος κοπριές από τα άλογα και μερικά γαϊδούρια που κυκλοφορούσαν και ειδικά συνεργεία με φτιάρια και μεγάλα δοχεία, μάζευαν τις αλογίσιες ακαθαρσίες και τις πουλούσαν στους αγρότες για λίπασμα, αφού είχαν προηγουμένως κερδίσει στη σχετική δημοπρασία.

Ο Θανάσης έψαξε με το χέρι του στο ιδιότυπο ταμπλώ της άμαξας για να βρει το κουμπί του ηχοσυστήματος… Σύντομα η μνήμη του τον επανέφερε και άνοιξε ένα μικρό τρανζιστοράκι με ακουστικά, που λειτουργούσε, φυσικά, με αλκαλικές μπαταρίες. Μέχρι την έξοδο χρειάστηκε περίπου 1 ώρα και 20’. Βγήκε στην Κηφισίας και τράβηξε προς το γραφείο του. Τον περίμενε ο ιπποκόμος της εταιρίας, πήρε το αμάξι και το έβαλε στον παλιό γκαράζ, που είχε μετατραπεί σε αμαξοστάσιο, με κουβάδες νερό και σάκκους με σανό για τα άλογα. Τον παλιό ανελκυστήρα τον είχαν μετατρέψει σε χειροκίνητο. Ένα τεράστιος τροχός με σχοινί που έφτανε στην οροφή, κι εκεί μιά τροχαλία. Τρείς εργάτες χειρίζονταν την μανιβέλα ανόδου-καθόδου. Με ενδοσυνεννόηση που λειτουργούσε με μπαταρίες έδωσε ο Θανάσης εντολή: “Στον έκτο παιδιά”. Στο γραφείο έκανε κρύο. Η θερμάστρα με τα ξύλα μόλις είχε ανάψει και δεν είχε προλάβει ακόμη να ζεστάνει τον τεράστιο χώρο. Ο Θανάσης μάλωσε τον αρμόδιο υπάλληλο κι εκείνος απάντησε ότι τα ξύλα μόλις τα είχαν φέρει από τη μάντρα. Είχε αρρωστήσει το άλογο του μαγαζιού και μέχρι να βρουν άλλο και να το ζέψουν πέρασε η ώρα! Κύτταξε τον σβυστό υπολογιστή και μελαγχόλησε! “4,5 GHZ!” Mονολόγησε! Άνοιξε ένα τεράστιο βιβλίο που σημείωνε, πλέον ό,τι κανονικά θα έγραφε στον υπολογιστή. Φώναξε την Τερέζα και της έδωσε μερικά φύλλα από μπλοκ όπου είχε γράψει δυό γράμματα στο σπίτι. Η Τερέζα πολύ θα ήθελε να τις τα υπαγορεύσει ενώ θα καθόταν στα γόνατά του, σύμφωνα με τα κλασσικά γελοιογραφικά (και όχι μόνο) πρότυπα αλλά ο Θανάσης δεν γούσταρε ιδιαίτερα την Τερέζα σαν γυναίκα. Πήγε στην παμπάλαιη χειροκίνητη γραφομηχανή της, άναψε τέσσερα κεριά στο κηροπήγιο για να βλέπει καλλίτερα (η πρεσβειωπία είχε αρχίσει τη δουλειά της…). ‘Αρχισε να χτυπά τα πλήκτρα ενώ αναπολούσε, όχι πιά τον σβυστό υπολογιστή της που ήταν ακόμη πάνω στο γραφείο της, αλλά, έστω, την κλασσική IBM με το μπαλάκι που ήταν κάποτε Η επανάσταση στο γραφείο! Η ξυλόσομπα μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει το γραφείο και τα δάχτυλάτης ήταν ακόμη κρύα και έκανε ένα σωρό λάθη που τα διόρθωνε με τη γόμμα ή το Blanco. Το μαρτύριο ήταν ότι έπρεπε να τα διορθώσει και στα τρία αντίγραφα με καρμπόν κι αυτό της έσπαγε τα κλιμακτηριακά της νεύρα! Τα τηλέφωνα εργάζονταν ακόμη, με ενέργεια από ηλιακά στοιχεία που είχε εξασφαλίσει ο ΟΤΕ  για το τηλεφωνικό του δίκτυο. Υπήρχαν ελπίδες για  fax όταν θα έμπαινε σε λειτουργία το νέο ηλιακό συγκρότημα του ΟΤΕ αλλά και το σύστημα ηλιακών στοιχείων στην ταράτσα του εξαόροφου, όταν παραδίδονταν από το εργοστάσιο σε ένα χρόνο! Ο Θανάσης είχε κάνει τον σχεδιασμό μαζί μ’ έναν μηχανικό της εταιρίας. Η ενέργεια που θα έπαιρναν από τα ηλιακά της ταράτσας, όταν, με το καλό, θα παραδίδονταν, ήταν περιορισμένη. Μόλις θα έφτανε τα 2 KW και θα έπρεπε να διαλέξουν με προσοχή που θα την χρησιμοποιούσαν. Οι υπολογιστές είχαν αποκλειστεί από την αρχή. ‘Ισως ένας θα μπορούσε να λειτουργήσει σε περίπτωση ανάγκης ή την νύχτα, όταν θα ήσαν άδεια τα γραφεία!

Παρακαλώ τους/τις επισκέπτες/τριες να το συνεχίσουν. Προτείνω να βγει ένα συνεργατικό κείμενο. Νομίζω θα έχει ενδιαφέρον.

One Response to “Εικόνες από το μέλλον…”

  1. άμμος Says:

    Η Τάνια έβγαλε το χέρι της μέσα από τα πουπουλένια παπλώματα προσπαθώντας να κλείσει το ξυπνητήρι που κουδούνιζε. Ψαχούλεψε στα τυφλά το κομοδίνο αλλά δεν μπόρεσε να το βρει, έβγαλε και το κεφάλι της έξω, συνειδητοποιώντας ότι ο Θανάσης το είχε μετακινήσει στην απέναντι καρέκλα. Του είχε πει από το προηγούμενο βράδυ ότι είχε πολλές δουλειές σήμερα και ήταν γνωστή η δυσκολία της με το πρωινό ξύπνημα. Βαριόταν να σηκωθεί και το άφησε να χτυπάει, κι έτσι τελικά ξύπνησε. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τέντωσε το λεπτό, γυμνασμένο σώμα της, αλλά αμέσως άρχισε να τρίβεται για να ζεσταθεί. Το σπίτι ήταν πολύ κρύο πια, είχαν τελειώσει τα ξύλα για το τζάκι από το προηγούμενο βράδυ και ο μπάτλερ δεν είχε θα επιστρέψει ακόμα από την ξυλαποθήκη. Αυτό τη διευκόλυνε όμως.
    Φόρεσε γρήγορα ένα χοντρό μάλλινο φουστάνι, το οποίο αποκάλυπτε παρολ’ αυτά τις υπέροχες καμπύλες της. Στο σαλόνι δε δοκίμασε καν αν λειτουργεί το τηλέφωνο, ο Θανάσης της είχε πει χτες ότι ο ΟΤΕ έδωσε τουλάχιστον ένα ακόμη χρόνο παράταση μέχρι να ξαναλειτουργήσουν οι οικιακές συσκευές. Άνοιξε το ντουλάπι της εταζέρας – αντίκα και έβγαλε δύο κούτσουρα που είχε κρύψει από χτες. Βγήκε στον κήπο και άναψε μια μικρή φωτιά. Όταν πλέον η φωτιά είχε χωνέψει λίγο, άρχισε να ελέγχει τον καπνό, χτυπώντας τη φωτιά με την κόκκινη μπουχάρα που είχε φέρει μαζί της από το σαλόνι. Θα καταλάβαινε άραγε τα σήματα καπνού που του έστελνε;

Leave a comment